Περιοριστική Καρδιομυοπάθεια
Τι είναι η περιοριστική καρδιομυοπάθεια και από τι προκαλείται;
Η περιοριστική καρδιομυοπάθεια είναι μία σοβαρή καρδιακή πάθηση της οποίας κύριο χαρακτηριστικό είναι η σκλήρυνση και ακαμψία των καρδιακών μυών. Ως εκ τούτου όταν ο καρδιακός μυς είναι σκληρός ή δεν κάμπτεται, προκαλείται αδυναμία διάτασής του με αποτέλεσμα να εμποδίζεται η είσοδος ικανοποιητικής ποσότητας αίματος στους κάτω θαλάμους(κοιλίες) της καρδιάς. Τελικά το αίμα που κανονικά θα εισέρχονταν στην καρδιά αναγκάζεται να επιστρέψει πίσω στο κυκλοφορικό σύστημα. Η περιοριστική καρδιομυοπάθεια στις περισσότερες περιπτώσεις οδηγεί τελικά σε καρδιακή ανεπάρκεια. Η αιτία που οδηγεί στην εμφάνιση περιοριστικής καρδιομυοπάθειας τις πιο πολλές φορές είναι άγνωστη. Ωστόσο μερικές άλλες καρδιακές παθήσεις ή προβλήματα της καρδιάς, όπως η σαρκοείδωση, το σύνδρομο Loeffler, η καρδιακή αμυλοείδωση, η αιμοχρωμάτωση, αλλά ακόμη και η ακτινοθεραπεία ή η χημειοθεραπεία που χρησιμοποιούνται κατά την αντιμετώπιση του καρκίνου ή ορισμένες κληρονομικές ασθένειες μπορούν να οδηγήσουν στην εμφάνιση περιοριστικής καρδιομυοπάθειας.
Ποια είναι τα συμπτώματα της περιοριστικής καρδιομυοπάθειας και πώς αντιμετωπίζεται;
Στα πρώτα στάδια της νόσου ο ασθενής μπορεί να μην εμφανίσει καθόλου συμπτώματα ή να εμφανίσει μόνον αδυναμία ή αίσθημα κόπωσης. Ωστόσο με το πέρασμα του χρόνου και την εξέλιξη της νόσου το πιο πιθανό είναι να εμφανιστεί καρδιακή ανεπάρκεια. Η διάγνωση της περιοριστικής καρδιομυοπάθειας γίνεται κατόπιν εξέτασης του ατομικού αλλά και του οικογενειακού ιστορικού του ασθενή και αφού γίνουν ορισμένες εξετάσεις προκειμένου ο καρδιολόγος να ακροαστεί την καρδιά και τους πνεύμονες αλλά και να ελέγξει τυχόν συσσώρευση υγρού στα κάτω άκρα. Ίσως μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις να χρειαστεί βιοψία, δηλαδή λήψη μικρού δείγματος του καρδιακού ιστού προκειμένου να γίνει ασφαλής διάγνωση. Συνήθως η αντιμετώπιση της περιοριστικής καρδιομυοπάθειας γίνεται με αλλαγές στην καθημερινή ζωή και φαρμακευτική αγωγή που συστήνει ο καρδιολόγος στον ασθενή. Ωστόσο σε πιο σοβαρές περιπτώσεις μπορεί να συστηθεί η τοποθέτηση εμφυτεύσιμου απινιδωτή-βηματοδότη.