Υπερθυρεοειδισμός | Υποθυρεοειδισμός
Υπερθυρεοειδισμός (περιγραφή-αίτια-συμπτώματα και αντιμετώπιση)
Με τον όρο «Υπερθυρεοειδισμός» αναφερόμαστε σε μία διαταραχή κατά την οποία ο θυρεοειδής παράγει περισσότερες ορμόνες από όσες χρειάζεται το σώμα.
Διάφορες παθήσεις του θυρεοειδούς μπορεί να προκαλέσουν την υπερλειτουργία του με χαρακτηριστικότερη τη νόσο του Graves, μία νόσο κατά την οποία το ίδιο το ανοσοποιητικό σύστημα επιτίθεται στον θυρεοειδή και προκαλεί τη διόγκωση του και την υπερλειτουργία του. Άλλες παθήσεις που μπορεί να προκαλέσουν υπερθυρεοειδισμό είναι οι διάφοροι όζοι θυρεοειδούς, η οξεία θυρεοειδίτιδα, καθώς και η θυρεοειδίτιδα της λοχείας.
Τα βασικά συμπτώματα που εμφανίζει ο ασθενής που πάσχει από υπερθυρεοειδισμό είναι τα εξής:
- Ερεθισμένα μάτια ή εξόφθαλμος
- Διαταραχές ύπνου
- Εύκολη κόπωση
- Δυσανεξία στη ζέστη
- Έντονη εφίδρωση
- Ταχυκαρδία
- Τρόμος στα χέρια
- Αυξημένη όρεξη σε συνδυασμό με απώλεια βάρους
- Συχνές κενώσεις ή διάρροια
- Διαταραχή της περιόδου (στις γυναίκες)
- Υπογονιμότητα
- Ευερεθιστότητα
- Βρογχοκήλη
Η διάγνωση του υπερθυρεοειδισμού γίνεται συνήθως έπειτα από συγκεκριμένες εξετάσεις αφού ο ασθενής επισκεφθεί το γιατρό παρατηρώντας ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω συμπτώματα. Για να διαγνωστεί ο υπερθυρεοειδισμός απαιτούνται ειδικές εξετάσεις αίματος για τις ορμόνες του θυρεοειδούς, όπου εντοπίζονται υψηλά επίπεδα των ορμονών Τ3 και Τ4 και χαμηλά επίπεδα θυρεοειδοτρόπου ορμόνης TSH.
Η αντιμετώπιση του υπερθυρεοειδισμού εξαρτάται από την αιτία που τον προκάλεσε, την ηλικία και τη φυσική κατάσταση του ασθενούς, καθώς και από τα συμπτώματα που εμφανίζονται και από τη σοβαρότητα της νόσου. Συνήθως περιλαμβάνει αντιθυρεοειδικά φάρμακα, χορήγηση ραδιενεργού ιωδίου ή και χειρουργική επέμβαση.
Υποθυρεοειδισμός (περιγραφή-αίτια-συμπτώματα και αντιμετώπιση)
Με τον όρο «Υποθυρεοειδισμός» αναφερόμαστε σε μία παθολογική κατάσταση κατά την οποία έχουμε μειωμένη έκκριση θυρεοειδικών ορμονών.
Στις περισσότερες περιπτώσεις ο υποθυρεοειδισμός προκαλείται εξαιτίας της έλλειψης ιωδίου. Μία άλλη πολύ συχνή αιτία είναι η θυρεοειδίτιδα, μία νόσος κατά την οποία το ίδιο το ανοσοποιητικό σύστημα «επιτίθεται» στον θυρεοειδή προσπαθώντας να τον καταστρέψει, με αποτέλεσμα να προκαλεί την υπολειτουργία του. Επιπλέον σε κάποιες περιπτώσεις ο υποθυρεοειδισμός μπορεί να προκληθεί έπειτα από θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο ή έπειτα από χειρουργική αφαίρεση του θυρεοειδούς. Μία σπάνια αιτία της νόσου είναι ο εκ γενετής υποθυρεοειδισμός, που εμφανίζεται όταν ο θυρεοειδής του εμβρύου δεν αναπτυχθεί σωστά κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Τέλος σε συγκεκριμένες περιπτώσεις υπολειτουργία του θυρεοειδούς μπορεί να οφείλεται και σε δυσλειτουργία της υπόφυσης.
Ποια είναι τα συμπτώματα του υποθυρεοειδισμού και πως αντιμετωπίζεται;
Τα βασικά συμπτώματα που εμφανίζονται σε κάποιον που πάσχει από υποθυρεοειδισμό είναι τα ακόλουθα:
- Κόπωση και εξάντληση
- Αίσθημα θλίψης
- Δυσκολία στη μνήμη
- Αίσθημα κρύου
- Κατακράτηση υγρών κυρίως στα άκρα και το πρόσωπο
- Δυσκολία στη απώλεια βάρους ή μικρή αύξηση σωματικού βάρους
- Ξηροδερμία
- Δυσκοιλιότητα
- Διαταραχές της περιόδου και υπογονιμότητα
- Βραχνάδα στη φωνή
- Πόνο στους μύες και τις αρθρώσεις ή κράμπες
- Αυξημένη χοληστερίνη
Παρ ’όλα αυτά ακόμη και αν παρατηρήσει κανείς κάποιο ή κάποια από τα παρακάτω συμπτώματα δεν είναι σίγουρο ότι πάσχει από υποθυρεοειδισμό. Για να γίνει διάγνωση υποθυρεοειδισμού θα πρέπει να γίνουν ορισμένες εξετάσεις αίματος. Σε περίπτωση που στις εξετάσεις βρεθεί ανεβασμένη πάνω από το φυσιολογικό η θυρεοειδοτρόπος ορμόνη(TSH) και η θυροξίνη είναι χαμηλή, τότε κάποιος έχει υποθυρεοειδισμό.
Η θεραπεία του υποθυρεοειδισμού αποσκοπεί στο να πάρει ο ασθενής τις ορμόνες που δε μπορεί να δημιουργήσει ο οργανισμός του. Συνήθως η φαρμακευτική αγωγή περιλαμβάνει συνθετική θυροξίνη (Τ4), η οποία είναι ίδια με την ορμόνη που παράγει υπό φυσιολογικές συνθήκες ο θυρεοειδής. Η φαρμακευτική αγωγή θα πρέπει να λαμβάνεται σταθερά από τον ασθενή, ο οποίος όμως θα πρέπει να παρακολουθείται τακτικά από το γιατρό του, που ανάλογα με την πορεία της θεραπείας και την κατάσταση του ασθενή μπορεί να αποφασίσει για τυχόν μεταβολή της θεραπείας.